Παρακάτω δημοσιεύουμε το κείμενο που μας έστειλε αναγνώστης μας
Τίτλος άρθρου: Η ιστορία ενός γερο-ζητιάνου!
-Ρε Νικήτα! Νικήτα! Πού είσαι ορέ διάολε καταραμένε;
-Εδώ, είμαι ορέπαλιοκαφετζή! Δεν με βλέπεις ολοζώντανο μπροστά σου! Ήμουν στη μητρόπολη, μπας και βγάλω κανά φράγκο να ταίσω τη φαμίλια μου! Θαρρείς πως τα κακάρωσα! Μην ανησυχείς ρε, παλιόσκυλο! Δεν θα σας την κάνω την χάρη! Ο Θεός έχει άλλα σχέδια για μένα!
-Αμάν πια ρε μπάρμπα Νικήτα! Μια κουβέντα σου λέω, χίλιες μου γυρνάς πίσω!
-Τι με θέλεις ρε Θανάση; Στον ύπνο σου μ’έβλεπες πρωί-πρωί;
-Κάτσε να σε φιλέψουμε κάτι στο ταπεινό μας καφενέ! Εσύ είσαι ένας ήρωας, ένας θρύλος! Πες μας για την μάχη εναντίον του Δράμαλη!
-Δεν βαρεθήκατε μωρέ πια; Ένα εκατομμύριο φορές την έχω ματαπεί;
-Σε παρακαλώ μπάρμπα Νικήτα! Κάντο για τα παιδιά και τους νέους μας! Να μάθουν, να συγκινηθούν!
-Καλά ρε, Θανάση! Μέρα που είναι σήμερα, 26 Ιούλη, της Αγίας Παρασκευής, θα τη πω την ιστορία!Για τα παιδιά μας! Για της Ελλάδος τα παιδιά! Να μάθουν και να ψυχωθούν! Πέρασαν κιόλας 20 χρόνια από τότε! Σαν ποτάμι στομύλο, κυλά ο παλιάτσος ο χρόνος!
– Λοιπόν, παιδιά μου! Ήταν το έτος 1822! Από την προηγούμενη χρονιά, η επανάσταση είχε θεριέψει, είχε φουντώσει σαν καλοκαιρινή πυρκαγιά και είχε κάψει τον Τούρκο ειδικά σε Μωριά και Ρούμελη! Μετά από σχεδόν 400 χρόνια ανείπωτης και αβάσταχτης σκλαβιάς, οι Ρωμιοί είχαν επιτέλους αναπνεύσει ελεύθερο αέρα! Ποιος να το πίστευε και να το ζούσε αυτό το θαύμα που κατάφεραν μια χούφτα ξυπόλητοι ραγιάδες, τρελοί και αλλοπαρμένοι όπως μας έλεγε ο περισσότερος κόσμος, κι είχε δίκιο στο κάτω κάτω της γραφής! Μα, παιδιά μου με την λογική και την φρονιμάδα δεν ξεκινάνε αγώνες και μάχες για το δίκιο και την λευτεριά σου! Πρέπει για την λευτεριά της πατρίδας, να βάλεις το κεφάλι σου στο ντορβά!
Όλοι οι θαμώνες του καφενέ του κυρ Θανάση στη Πλάκα, σ’αυτή την όμορφη και γραφική γωνιά της παλαιάς Αθήνας, νέοι και γέροι είχαν σωπάσει από ώρα και άκουγαν με μεγάλη προσοχή και αφοσίωση τα λόγια αυτού του ταλαιπωρημένου γέροντα από τα βάσανα και τις κακουχίες της ζωής! Ο μπαρμπά Νικήτας σχεδόν δεν έβλεπε, ζούσε τώρα σ’ένα φτωχό καλύβι στο Πειραιά και ζητιάνευε στις μεγάλες εκκλησίες των Αθηνών και του Πειραιά για να επιβιώσει! Μάλιστα, όπως καυχιόταν ο ίδιος είχε και επίσημη άδεια από τον βασιλιά Όθωνα για να στέκεται και να ζητιανεύει έξω από την μητρόπολη Αθηνών. Ε, βέβαια! Δεν είχαν όλοι οι ζητιάνοι τέτοιο προνόμιο! Αλίμονο!
-Αλλά, παιδιά μου αγαπημένα τι τα θέλεις; Έτσι είναι από την αρχαιότητα ο Ρωμιός! Εκεί που μοιάζει ικανός να πετύχει το ακατόρθωτο, να τα βάλει με θεριά παντοδύναμα και να νικήσει, να τότε εμφανίζεται η φαγωμάρα, η διχόνοια μεταξύ αδελφών και όλα κινδυνεύουν να χαθούν! Το 1822, οι Μωραΐτεςκαπεταναίοι άρχισαν να συγκρούονται με τους Ρουμελιώτες γιατί ένιωθαν αδικημένοι από τους πολιτικούς που τα σημαντικότερα αξιώματα δίνονταν σε Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς! Τα έμαθε τα χαΐρια μας κι ο σουλτάνος στη Πόλη κι έβαλε σκοπό να χαλάσει μια και καλή τους Ρωμιούς που τόλμησαν να υψώσουν ανάστημα! Διέταξε ένα έμπιστο του πασά, τον Μαχμούτ, τον επονομαζόμενο Δράμαλη (πασάς της Δράμας) να κατέβει στο Μωριά με ασκέρι 30000 στρατιώτες και να σβήσει την φωτιά της επανάστασης! Ξεκίνησε που λέτε παιδιά μου αυτό το γιγάντιο ασκέρι και μπήκε στο Μωριάατουφέκιστο! Οι πολιτικοί μας τα είχαν χαμένα, οι Ρουμελιώτες και ιδίως οι οπλαρχηγοί του Μεσολογγίου και των Αγράφων δεν πρόβαλαν αντίσταση αφού ο Δράμαλης έτυχε να μην περάσει από τα μέρη τους. Η διχόνοια των Ελλήνων είχε κάνει την ζημιά της! Στο Μωριά αλλά και από όπου πέρασε η μυρμηγκιά του Δράμαλη, κανένας δεν είχε το κουράγιο να πολεμήσει! Ο θρυλικός Οδυσσέας Ανδρούτσος, ντόμπρο και σεμνό παλικάρι αλλά και θερμός πατριώτης γράφει στο Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, τον ξακουστό Γέρο του Μωριά και πορθητή της Τριπολιτσάς: «Θοδωράκη, σου στέλνω 30000 Τούρκους στο Μωριά για να μονοιάσετε!». Ο Κολοκοτρώνης δεν έχασε καιρό! Έδωσε διαταγές στα παλικάρια του να κάψουν τα πάντα! Να μην μείνει ούτε πράσινο φύλλο! Ο Δράμαλης βάδιζε προς την Τριπολιτσά χωρίς να συναντήσει μεγάλες δυσκολίες! Ήταν σίγουρος ότι σε μερικές μέρες θα έμπαινε στη Τριπολιτσά και τότε ποιος θα μπορούσε να τον σταματήσει; Τα πεσκέσια, τα μπαχτσίσια και τα αξιώματα από τον σουλτάνο θα τον περίμεναν! Θα γινόταν ο πιο ισχυρός πασάς σε όλη την Τουρκιά! Όμως την πείνα πως θα την νίκαγε; Οι στρατιώτες, τα ζωντανά της στρατιάς δεν έβρισκαν πουθενά τροφή! Οι αρρώστιες άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους! Όλος ο Μωριάς ήταν κρανίου τόπος! Τότε, ο Δράμαλης πήρε την απόφαση να γυρίσει στη Κόρινθο! Να περιμένει τον στόλο για να τον προμηθεύσει με τρόφιμα! Ο Κολοκοτρώνης τα είχε προβλέψει όλα! Για να φτάσει στη Κόρινθο, θα πρέπει πρώτα να περάσει από τα στενά στα Δερβενάκια! Θα τον περίμενε και θα τον λιάνιζε!
Όλοι μας αποβραδίς περιμέναμε το τρομερό ασκέρι του Δράμαλη! Αργά το πρωί σαν ένα πελώριο φίδι, ο στρατός του Δράμαλη, διέσχιζε το στενό μονοπάτι! Η πρώτη μπαταριά έπεσε! Μετά και δεύτερη και τρίτη! Δεν υπήρχε πια σωτηρία για τον Δράμαλη! Πιάστηκαν σαν τα ποντίκια μέσα στη φάκα! Εγώ παιδιά μου έσπασα 3 σπαθιά σ’εκείνη την μάχη. Το αίμα των Τούρκων είχε κολλήσει το χέρι μου πάνω στη λαβή του σπαθιού!
-Μα, γέρο, ποιος τελικά είσαι; Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί εσύ τώρα να είσαι ντυμένος με αυτά τα παλιοκουρέλιακαι να ζητιανεύεις στις εκκλησίες; Αποκρίθηκε ένας νεαρός γεμάτος έκπληξη και απορία!
-Ναι, παιδιά μου, μπροστά σας έχετε τον Νικηταρά, τον Τουρκοφάγο! Τον μεγαλύτερο ήρωα εκείνης της μάχης! Ο Δημήτριος Υψηλάντης μου έδωσε δύο ασημένιες πιστόλες ως παράσημο κι εγώ τις πούλησα μετά από χρόνια για να θρέψω τις κορούλες μου!
-Ρε, γέρο σου σάλεψε τελείως! Τι είναι αυτά που λες; Είπαν κάποιοι άλλοι νέοι που δεν είχαν ιδέα ποιον είχαν μπροστά τους! Για να προλάβει τις φασαρίες ο κυρ Θανάσης φώναξε σε όλους! Να ποιο είναι το ευχαριστώ της χώρας για ένα τόσο μεγάλο ήρωα; Ελευθερωθήκαμε για να μας κυβερνούν οι Γερμανοί του Όθωνα!
– Ο Νικηταράς βλέποντας την αγανάκτηση του κυρ Θανάση είπε μόνο αυτό: «Δεν πολέμησα για τα πλούτη, τις τιμές και τα αξιώματα! Μα μονάχα για την λευτεριά! Ας είμαι τώρα ζητιάνος και λεύτερος παρά ραγιάς και πλούσιος!».
Παπατσάκωνας Γεώργιος